παραγγέλλω

παραγγέλλω
ΝΜΑ, παραγγέλνω Ν
1. δηλώνω σε κάποιον προφορικά, γραπτά ή μέσω τρίτου προσώπου την επιθυμία μου, διαβιβάζω παραγγελία («ο κυρ Βοριάς παράγγειλεν ούλω τών καραβιώνε», δημοτ. τραγ.
β. «μνήμην παραγγέλλοντες, ὧν ἐκύρσατε» Ευρ.)
2. (ιδίως για αξιωματούχο ή αρχή) δίνω εντολή, διατάζω («ὁ δὲ παρήγγειλε τῇ στρατιῇ πάντα... ὁμοίως κτείνειν», Ηρόδ.)
3. (για γιατρό) συνιστώ θεραπευτική αγωγή σε ασθενή
4. (η μτχ. ουδ. πληθ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τα παραγγελμένα και τὰ παρρηγγελμένα
οι εντολές, τα παραγγέλματα
νεοελλ.
(νομ.) δίνω εντολή απευθείας ή μέσω παραγγελιοδόχου για την προμήθεια ή την κατασκευή εμπορικού ή βιομηχανικού είδους για λογαριασμό μου
αρχ.
1. παροτρύνω, παρακινώ («φίλα ταῡτα παρήγγειλας ἑκόντι τε πράσσειν», Σοφ.)
2. καλώ, προσκαλώ κάποιον («παραγγέλλω παραγίγνεσθαι ἐπὶ τὸ κριτήριον», πάπ.)
3. (ιδίως με πολιτική σημ.) καλώ σε βοήθεια, ζητώ τη συνδρομή τών οπαδών μου
4. εγγράφομαι σε στρατιωτικό κατάλογο
5. αναγγέλλω την άφιξή μου, έρχομαι, φτάνω
6. διδάσκω, νουθετώ
7. φρ. α) «ἐς τὰ παραγγελλόμενα ἔρχομαι» — αρχίζω να εκτελώ τις εντολές που μού δόθηκαν
β) «κατὰ τὰ παρηγγελμένα» — σύμφωνα με τις εντολές που δόθηκαν
γ) «παραγγέλλω ἀρχήν» — σχηματίζω φατρία με σκοπό την κατάληψη εξουσίας ή τη διεκδίκηση αξιώματος («μετὰ δὲ τὴν δημαρχίαν αγορανομίαν τὴν μείζονα παρήγγειλε», Πλούτ.)
δ) «παραγγέλλω εἰς ἀρχήν» — είμαι υποψήφιος για αξίωμα
ε) «παραγγέλλω εἰς δημαρχίαν» — είμαι υποψήφιος για το αξίωμα τού δημάρχου
στ) «παραγγέλλω ἐκ μειρακίων εἰς ἄνδρα» — αναγγέλλω την ένταξη κάποιου στην τάξη τών ανδρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἀγγέλλω. Ο τ. παραγγέλνω από τον αόρ. παράγγειλα, κατά το σχήμα: ἔκαμα > κάμνω, ἔδακα > δάκνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραγγέλλω — pass on aor subj act 1st sg παραγγέλλω pass on pres subj act 1st sg παραγγέλλω pass on pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγέλλω — παραγγέλλω, παρήγγειλα και παράγγειλα βλ. πίν. 85 και πρβλ. παραγγέλνω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραγγέλλετε — παραγγέλλω pass on aor imperat act 2nd pl παρᾱγγέλλετε , παραγγέλλω pass on aor ind act 2nd pl (doric aeolic) παρᾱγγέλλετε , παραγγέλλω pass on imperf ind act 2nd pl (doric aeolic) παραγγέλλω pass on pres imperat act 2nd pl παραγγέλλω pass on… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράγγελλε — παραγγέλλω pass on aor imperat act 2nd sg παρά̱γγελλε , παραγγέλλω pass on aor ind act 3rd sg (doric aeolic) παρά̱γγελλε , παραγγέλλω pass on imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) παραγγέλλω pass on pres imperat act 2nd sg παραγγέλλω pass on aor… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγέλλῃ — παραγγέλλω pass on aor subj mp 2nd sg παραγγέλλω pass on aor subj act 3rd sg παραγγέλλω pass on pres subj mp 2nd sg παραγγέλλω pass on pres ind mp 2nd sg παραγγέλλω pass on pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγελλομένων — παραγγέλλω pass on aor part mid fem gen pl παραγγέλλω pass on aor part mid masc/neut gen pl παραγγέλλω pass on pres part mp fem gen pl παραγγέλλω pass on pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγελλόμενον — παραγγέλλω pass on aor part mid masc acc sg παραγγέλλω pass on aor part mid neut nom/voc/acc sg παραγγέλλω pass on pres part mp masc acc sg παραγγέλλω pass on pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγελλόντων — παραγγέλλω pass on aor part act masc/neut gen pl παραγγέλλω pass on aor imperat act 3rd pl παραγγέλλω pass on pres part act masc/neut gen pl παραγγέλλω pass on pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρήγγελλον — παραγγέλλω pass on aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) παραγγέλλω pass on aor ind act 1st sg (attic epic ionic) παραγγέλλω pass on imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) παραγγέλλω pass on imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγείλατε — παραγγέλλω pass on aor imperat act 2nd pl παρᾱγγείλατε , παραγγέλλω pass on aor ind act 2nd pl (doric aeolic) παραγγέλλω pass on aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”